multilang-sentiment
Version:
Multi language AFINN-based sentiment analysis for Node.js
2,524 lines • 81 kB
JSON
{
"affronted": -1,
"aficionados": 2,
"Angers": -3,
"apeshit": -3,
"assfucking": -4,
"Avenged": -2,
"Backed": 1,
"badass": -3,
"bamboozles": -2,
"bankster": -3,
"belittled": -2,
"Best Damn": 4,
"blockbuster": 3,
"Bravura": 3,
"brilliances": 3,
"chagrined": -2,
"chastising": -3,
"cocksucker": -5,
"cocksuckers": -5,
"Commended": 2,
"consolable": 2,
"contagions": -2,
"criminate": -3,
"criminated": -3,
"criminates": -3,
"damnit": -4,
"dehumanizes": -2,
"deject": -2,
"dejecting": -2,
"dejects": -2,
"demoralizes": -2,
"denier": -2,
"deriding": -2,
"dilligence": 2,
"dipshit": -3,
"disconsolation": -2,
"disgustful": -3,
"disrespected": -2,
"dodgy": -2,
"dont όπως": -2,
"douchebag": -3,
"dumbass": -3,
"eery": -2,
"evergreening": -3,
"exasparate": -2,
"exhilarates": 3,
"exultantly": 3,
"favourited": 2,
"fearfully": -2,
"flops": -2,
"frikin": -2,
"FTW": 3,
"Fucked": -4,
"fuckface": -4,
"fuckhead": -4,
"fuckin": -4,
"fucktard": -4,
"fud": -3,
"fuked": -4,
"fuking": -4,
"funky": 2,
"glamourous": 3,
"gr8": 3,
"greenwasher": -3,
"greenwashers": -3,
"greenwashing": -3,
"ha": 2,
"hacked": -1,
"hahahah": 3,
"hardier": 2,
"haters": -3,
"heavyhearted": -2,
"hehe": 2,
"humerous": 3,
"icky": -3,
"impedingly": -2,
"incapacitates": -2,
"incenses": -2,
"indoctrinates": -2,
"inediable": -2,
"infantilized": -2,
"infracted": -2,
"infracting": -2,
"infracts": -2,
"jackasses": -4,
"kinder": 2,
"laughting": 1,
"Lawl": 3,
"likers": 2,
"lmao": 4,
"LMFAO": 4,
"loathes": -3,
"lobbying": -2,
"lol": 3,
"lolol": 4,
"lololol": 4,
"lolololol": 4,
"lool": 3,
"loool": 3,
"looool": 3,
"lovelies": 3,
"maladaption": -2,
"memoriam": -2,
"mirthfully": 3,
"misbranding": -3,
"miscast": -2,
"mischiefs": -1,
"misclassifies": -2,
"misconducted": -2,
"misconducting": -2,
"misleaded": -3,
"misplacing": -2,
"misreport": -2,
"misreports": -2,
"moaned": -2,
"moping": -1,
"motherfucking": -5,
"mumpish": -2,
"n00b": -2,
"niggas": -5,
"offline": -1,
"OKs": 2,
"optionless": -2,
"outmaneuvered": -2,
"oversell": -2,
"overselling": -2,
"oversells": -2,
"oversold": -2,
"prblm": -2,
"prblms": -2,
"ranters": -3,
"robing": -2,
"Robs": -2,
"rofl": 4,
"roflcopter": 4,
"roflmao": 4,
"romantical": 2,
"rotfl": 4,
"rotflmfao": 4,
"rotflol": 4,
"savange": -2,
"savanges": -2,
"sexistic": -2,
"shithead": -4,
"shoody": -2,
"singleminded": -2,
"slickest": 2,
"snubbing": -2,
"snubs": -2,
"spammer": -3,
"spammers": -3,
"spamming": -2,
"squelched": -1,
"stank": -2,
"Starved": -2,
"stinked": -2,
"stinky": -2,
"stout": 2,
"sueing": -2,
"tard": -2,
"twat": -5,
"tyran": -3,
"tyrans": -3,
"ugh": -2,
"uncredited": -1,
"unfitted": -2,
"unfunny": -2,
"unimpressed": -2,
"uninvolving": -2,
"unoriginal": -2,
"unreleting": -2,
"unresearched": -2,
"untarnished": 2,
"uplifting": 2,
"victimizes": -3,
"walkouts": -2,
"WinWin": 3,
"Woohoo": 3,
"wooo": 4,
"Woow": 4,
"WOWOW": 4,
"wowww": 4,
"wtf": -4,
"wtff": -4,
"wtfff": -4,
"xo": 3,
"XOXO": 3,
"xoxoxo": 4,
"xoxoxoxo": 4,
"yeees": 2,
"yucky": -2,
"αβέβαιος": -1,
"αβίαστα": 2,
"άβολος": -2,
"αγαλλίασε": 2,
"αγανάκτηση": -2,
"αγανακτισμένος": -2,
"αγαπά": 3,
"αγάπη": 3,
"αγαπημένα": 2,
"αγαπημένες": 2,
"αγαπητός": 3,
"αγαπούσε": 3,
"αγέλαστος": -2,
"αγενής": -2,
"αγκαθωτός": -2,
"αγκαλιάζω": 2,
"αγκαλιές": 2,
"αγνοεί": -1,
"αγνοείται": -2,
"άγνοια": -2,
"αγνοώ": -1,
"αγχωμένος": -2,
"αγωγές": -2,
"αγωγή": -2,
"αγώνες": -2,
"αγωνία": -3,
"αγωνίες": -2,
"αγωνίζονται": -2,
"αγωνίζω": -3,
"αγωνιούσαν": -3,
"αγωνιώδη": -3,
"αγωνιώδης": -3,
"άδεια": -1,
"αδειάζω": -1,
"αδέξιος": -2,
"αδιάλειπτη": 2,
"αδιάλλακτος": -2,
"αδιαλλαξία": -2,
"αδιαφορία": -2,
"αδιάφορος": -2,
"αδιέξοδο": -2,
"αδικαιολόγητος": -3,
"αδικηθεί": -2,
"αδίκημα": -2,
"αδικήματα": -2,
"αδικία": -2,
"αδικοπραγία": -2,
"άδικος": -2,
"αδράνεια": -2,
"αδρανής": -2,
"αδυναμία": -2,
"αδυναμίες": -2,
"αδύναμος": -2,
"αδύνατος": -2,
"αδυσώπητος": -3,
"αειθαλής": 2,
"αηδία": -3,
"αηδιάζων": -3,
"αηδιαστικός": -2,
"αήττητος": 2,
"αθάνατος": 2,
"αθέμιτος": -2,
"αθέτηση": -2,
"άθικτος": 2,
"άθλιος": -3,
"άθλιως": -3,
"άθυμος": -2,
"αθωώθηκε": 2,
"αθωώνει": 2,
"αθωώνω": 2,
"αθωώς": -2,
"αθωωτική": 2,
"αίθουσα": -2,
"αιματηρός": -3,
"αισιοδοξία": 2,
"αισιόδοξος": 2,
"αισχροκερδής": -2,
"αισχρότητα": -2,
"αιτήματα": -1,
"αιχμαλωτίζει": -2,
"αιχμή δόρατος": 2,
"ακαθάριστο": -2,
"ακάθαρτος": -2,
"ακάλυπτο": -2,
"άκαρδος": -2,
"άκαρπος": -2,
"ακατάλληλος": -2,
"ακαταμάχητα": 2,
"ακαταμάχητος": 2,
"ακατανόητος": -2,
"ακατάπειστος": -1,
"ακαταστασία": -2,
"ακατέργαστος": -1,
"ακεραιότητα": 2,
"άκεφος": -2,
"ακίνητη περιουσία": 2,
"ακινητοποιημένο": -1,
"ακούσια": -2,
"ακούσιος": -2,
"ακριβά": 3,
"ακυρώθηκε": -1,
"ακυρώνει": -1,
"ακύρωση": -1,
"αλαζονικός": -2,
"αληθής": 2,
"Αλίμονο": -1,
"αλλεργικός": -2,
"αλληλεγγύη": 2,
"Αλληλούια": 3,
"αλλοιωμένο": -2,
"αλλοίωσης": -2,
"αλτρουιστικός": 2,
"αμαθής": -2,
"αμαρτία": -2,
"αμαρτίες": -2,
"αμαρτωλός": -3,
"αμαυρός": -2,
"αμαυρωθεί": -2,
"αμβλύς": -2,
"αμείλικτος": -1,
"αμελεί": -2,
"αμέλεια": -2,
"άμεμπτος": 2,
"αμερόληπτος": 2,
"αμετάκλητος": -1,
"αμετάτρεπτα": -1,
"αμηχανία": -2,
"αμήχανος": -2,
"αμηχανών": -2,
"αμίμητος": 2,
"αμνήστευση": 2,
"άμοιρος": -2,
"αμφέβαλε": -1,
"αμφιβολία": -1,
"αμφιβολίες": -1,
"αμφίβολος": -1,
"αμφιλεγόμενα": -2,
"αμφιλεγόμενος": -2,
"αμφισβητείται": -2,
"αμφισβήτηση": -1,
"αμφισβητήσιμος": -2,
"αμφισβητώντας": -2,
"Αναβάλει": -1,
"αναβάλλεται": -1,
"αναβάλλω": -1,
"αναβιώνει": 2,
"αναβολή": -1,
"αναγινώσκω εσφαλμενώς": -1,
"αναγκαστική": -1,
"ανάγλυφα": 1,
"αναγνώριση": 2,
"αναγνωρισμένη": 2,
"αναζωογονητικά": 2,
"αναζωογονητικός": 3,
"αναιδής": -2,
"αναισθησία": -2,
"αναίσθητος": -2,
"ανακαινισμένο": 1,
"ανακάλυψη": 3,
"ανακουφίζω": 1,
"ανακούφισε": 3,
"ανακούφιση": 2,
"ανακουφισμένος": 2,
"ανακρίθηκε": -2,
"ανάκριση": -2,
"ανάλαφρο": 1,
"αναληθής": -2,
"ανάλυση": 2,
"αναλφαβητισμός": -2,
"αναμενόμενη": -1,
"αναμένω": -1,
"ανάξιοι": -2,
"ανάξιος": -2,
"αναπαυτικά": 2,
"αναπηρία": -2,
"αναπηρίες": -2,
"αναποτελεσματικά": -2,
"αναποφάσιστος": -1,
"ανάπτυξη": 2,
"ανασταίνω": 2,
"ανασταλεί": -1,
"αναστατωμένος": -2,
"αναστατώνει": -2,
"αναστατώνω": -2,
"αναστάτωση": -2,
"αναστέλλω": -1,
"ανασφαλής": -2,
"ανατεθεί": 2,
"ανατρεπτικός": -2,
"ανέγκριτος": -2,
"ανεκπλήρωτος": -2,
"ανεκτικός": 2,
"ανεκτός": 2,
"ανελέητος": -2,
"ανέμελος": 1,
"ανεμιστήρας": 3,
"ανέντιμος": -2,
"ανεξακρίβωτος": -1,
"ανεπανόρθωτος": -2,
"ανεπάρκεια": -2,
"ανεπαρκής": -2,
"ανεπαρκώς": -2,
"ανεπιθύμητη αλληλογραφία": -2,
"ανεπιθύμητος": -2,
"ανεπιτυχής": -2,
"ανεπιτυχώς": -2,
"ανεργία": -2,
"άνεργος": -1,
"ανέσεις": 2,
"άνεση": 2,
"άνετος": 2,
"άνευ αξίας": -2,
"ανεύθυνος": -2,
"ανευθυνώς": -2,
"ανήθικο": -2,
"ανήμπορος": -2,
"ανησυχεί": -2,
"ανησυχητική": -3,
"ανησυχητικό": -2,
"ανησυχητικός": -2,
"ανησυχία": -2,
"ανησυχίες": -3,
"ανήσυχος": -2,
"ανθρώπινος": 2,
"ανθρωποκτονία": -2,
"ανθρωποκτονίες": -2,
"ανθυγιεινές": -2,
"ανθυγιεινός": -2,
"ανία": -2,
"ανιαρός": -3,
"ανίδεοι": -2,
"ανιδιοτελής": 2,
"ανικανοποίητος": -2,
"ανίκανος": -2,
"ανικανότητα": -2,
"άνισος": -1,
"ανίσχυρος": -2,
"ανοησίες": -2,
"ανόητοι": -2,
"ανόητος": -1,
"άνοστος": -2,
"άνους": -2,
"ανούσιος": -2,
"ανοχή": 2,
"ανταγωνιστής": -1,
"ανταγωνιστικός": 2,
"ανταμείβονται": 2,
"ανταμοιβές": 2,
"ανταμοιβή": 2,
"αντάρτες": -2,
"ανταρτικός": -2,
"αντέδρασε υπερβολικά": -2,
"αντι": -1,
"αντιδρά υπερβολικά": -2,
"αντιδρούν υπερβολικά": -2,
"αντιεπαγγελματικός": -2,
"αντικοινοβουλευτικός": -2,
"αντιμαχόμενος": -1,
"αντιπάθεια": -2,
"αντιπαθή": -2,
"αντιπαθής": -2,
"αντίπαλος": -1,
"αντιφατική": -2,
"αντιφατικός": -2,
"ανυπεράσπιστος": -2,
"ανυπόμονος": 2,
"ανυποστήρικτος": -2,
"ανυπόφορος": -2,
"ανώτατος": 4,
"ανώτερος": 2,
"ανώφελος": -2,
"αξία": 2,
"αξιαγάπητος": 3,
"αξιολύπητος": -2,
"αξιομνημόνευτος": 1,
"αξιοπιστία": 2,
"αξιόπιστος": 2,
"αξιοπίστως": 2,
"αξιοποιηθεί": -2,
"αξιοποίηση": -2,
"αξιοπρέπεια": 2,
"αξιοπρόσεχτος": 2,
"άξιος": 2,
"αξιοσημείωτος": 2,
"άξονες": -1,
"αόριστες": -2,
"απαγγελθεί κατηγορίες": -2,
"απαγορεύει": -1,
"απαγορευμένο": -2,
"απαγόρευση": -2,
"απαγορευτεί": -2,
"απαγορεύω": -1,
"απαγωγές": -2,
"απαγωγή": -2,
"απάθεια": -3,
"απαθής": -3,
"απαισιοδοξία": -2,
"απαίσιος": -2,
"απαίτησε": -1,
"απαλλαγεί": 2,
"απαλλάσσει": 2,
"απαλλάσσεται": 2,
"απαλλάσσοντας": 2,
"απαλλάσσω": 2,
"απάνθρωπος": -2,
"απαξιωθεί": -2,
"απαράδεκτη συμπεριφορά": -2,
"απαράδεκτος": -2,
"απαράμιλλος": 1,
"απαρηγόρητος": -2,
"απαρχαιωμένος": -2,
"απάτες": -2,
"απατεών": -3,
"απατεώνα": -2,
"απατεώνας": -3,
"απατεώνες": -3,
"απάτη": -2,
"απατηλός": -3,
"απατώ": -2,
"απαχθεί": -2,
"απεγνωσμένα": -3,
"απειλεί": -2,
"απειλείται": -2,
"απειλές": -2,
"απειλή": -2,
"απειλητικές": -2,
"απειλούμενων": -2,
"απειλώ": -2,
"απελαθεί": -2,
"απελαθείς": -2,
"απελάσεις": -2,
"απέλαση": -2,
"απελαύνει": -2,
"απελαύνω": -2,
"απελπίζεται": -3,
"απελπισία": -2,
"απελπισμένος": -2,
"απενεργοποίηση": -1,
"απεργία": -1,
"απεργίες": -1,
"απεργούς": -2,
"απερίσκεπτος": -2,
"απέτρεψε": -1,
"απέτυχε": -2,
"απεχθάνεται": -3,
"απεχθάνομαι": -3,
"απεχθανόταν": -3,
"απεχθής": -3,
"απηυδήσει": -3,
"απίθανος": -1,
"απίστευτος": -1,
"απληροφόρητος": -2,
"απληστία": -3,
"άπληστος": 2,
"απλότητα": 1,
"αποβάλλω": -2,
"απόβλητα": -1,
"αποβολή": -2,
"απόβρασμα": -3,
"απογοητεύει": -2,
"απογοητευμένοι": -2,
"απογοητευμένος": -2,
"απογοητεύσεις": -2,
"απογοήτευση": -2,
"απογοητεύτηκα": -2,
"απογοητευτικό": 1,
"απογοητευτικός": -2,
"απογοητεύω": -2,
"αποδεκτό": 1,
"αποδέχεται": 1,
"αποδέχομαι": 1,
"αποδιοπομπαίος τράγος": -2,
"αποδιοπομπαίους τράγους": -2,
"αποδιοργανωμένη": -2,
"αποδιοργανωτικός": -2,
"αποδοκιμάζει": -2,
"αποδοκιμάζοντας": -2,
"αποδοκιμάζω": -2,
"αποδοκίμασε": -3,
"αποδοκιμασία": -2,
"αποδοχή": 1,
"αποδράσεις": -1,
"αποδυναμωθεί": -2,
"αποζημίωση": -3,
"αποθαρρυμένος": -2,
"αποθαρρύνονται": -2,
"αποθαρρυντική": -2,
"αποθαρρύνω": -2,
"αποθηκεύονται": 2,
"αποθηκεύσετε": 2,
"αποκαθιστά": 1,
"αποκαλυπτικό": -2,
"αποκατάσταση": 1,
"αποκλεισμός": -1,
"αποκλειστεί": -2,
"αποκλειστικός": 2,
"αποκλείω": -1,
"αποκορύφωμα": 2,
"απόκρουση": -1,
"αποκρουστικός": -2,
"απόκρυψη": -1,
"αποκτηνωμένη": -2,
"αποκτηνώνω": -2,
"αποκτήνωση": -2,
"απολαμβάνει": 2,
"απολαμβάνοντας": 2,
"απολαμβάνω": 2,
"απολαύσαμε": 2,
"απολαύσεις": 3,
"απόλαυση": 3,
"απολαυστικά": 3,
"απολαυστικός": 3,
"απολιθωμένο": -2,
"απολογείται": -1,
"απολογία": -1,
"απομίμηση": -3,
"απομονωμένος": -1,
"απονέμεται": 3,
"απόντες": -1,
"αποξένωση": -2,
"αποπαίρνω": -2,
"αποπλανητικός": -3,
"αποπροσανατολισμένη": -2,
"απορρίπτει": -1,
"απορρίπτονται": -1,
"απορρίπτοντας": -1,
"απορρίπτω": -1,
"απορρίφθηκε": -1,
"απορρίψεις": -1,
"απόρριψη": -1,
"απορροφάται": 1,
"απορροφημένος": 1,
"αποσαφηνίζει": 2,
"απόσβεση": -2,
"αποσπά": -2,
"αποσπώ": -2,
"αποστερεί": -1,
"απόσυρση": -3,
"αποτελεσματικά": 2,
"αποτελεσματικός": 2,
"αποτελεσματικότητα": 2,
"αποτρέπει": -1,
"αποτρεπτικό": -2,
"αποτρέπω": -1,
"αποτρέψει": -1,
"αποτρόπαιος": -3,
"αποτυγχάνει": -2,
"αποτυγχάνω": -2,
"αποτυχημένος": -2,
"αποτυχία": -2,
"αποτυχίες": -2,
"αποφασίζω": 2,
"αποφασισμένος": 2,
"αποφασιστικός": 2,
"αποφεύγει": -1,
"αποφεύγονται": -1,
"αποφράξεως": -2,
"αποφύγει": -1,
"απρέπεια": -2,
"απρόθυμος": -2,
"απρόσβλητος": 1,
"απροσδόκητο καλό": 4,
"απρόσεκτος": -2,
"απρόσκοπτα": 2,
"απώθησαν": -2,
"απωθητικός": -2,
"απώλεια": -3,
"απώλειες": -3,
"απώλητος": -1,
"απών": -1,
"αράπης": -5,
"αργαλειός": -1,
"αργαλειούς": -1,
"άρεσε": 2,
"αρέσει": 2,
"αρέσκεια": 2,
"αρεστός": 2,
"αριστοκρατικό": 3,
"άριστος": 2,
"αριστούργημα": 4,
"αριστουργήματα": 4,
"αρκετά": 1,
"αρμόζω": 2,
"αρμόζων": 2,
"αρμονία": 2,
"αρμονικά": 2,
"αρμονικός": 2,
"αρνείται": -2,
"αρνηθεί": -2,
"αρνήθηκε": -2,
"αρνήσεις": -2,
"άρνηση": -2,
"αρνητές": -2,
"αρνητικός": -2,
"αρνητικότητα": -2,
"αρνούμαι": -2,
"αρπακτικός": -2,
"αρπαχθεί": 2,
"αρραβωνιάζω": 1,
"άρρωστος": -2,
"αρχάριος": -2,
"ασαφής": -1,
"ασβεστόνερο": -3,
"άσεμνος": -2,
"ασήμαντος": -2,
"ασθένεια": -1,
"ασθένειες": -1,
"άσκοπος": -2,
"ασταθής": -2,
"ασταμάτητη": 2,
"άστατος": -1,
"άστεγος": -2,
"αστεία": 2,
"αστείο": 4,
"αστείος": 4,
"άστοχες": -2,
"αστοχία": -2,
"αστράφτει": 3,
"ασυγχώρητος": -3,
"ασυνάρτητος": -2,
"ασύνδετες": -2,
"ασφάλεια": 1,
"ασφαλέστερα": 2,
"ασφαλής": 2,
"ασχημία": -3,
"άσχημος": -3,
"ατέλειες": -2,
"ατελέσφορος": -2,
"ατελής": -1,
"ατμίζον": -2,
"άτολμος": -2,
"ατρόμητος": 2,
"άτρωτος": 2,
"ατύχημα": -2,
"ατυχήματα": -2,
"ατυχία": -2,
"αυνανισμός": -2,
"αυξανόμενη": 1,
"αυξάνουν": 1,
"αυξημένη": 1,
"αυξήσεις": 2,
"αύξηση": 1,
"αυπνία": -2,
"αϋπνία": -2,
"αύρα": 1,
"αυστηρά επίπληξη": -2,
"αυστηρός": 3,
"αυστηρότητα": 3,
"αυτοπαραπλανημένοι": -2,
"αυτοκτονία": -2,
"αυτοκτονίες": -2,
"αυτοκτονικός": -2,
"αυτοπεποίθηση": 2,
"αφαιρώ": -1,
"αφελής": -2,
"αφερέγγυος": -2,
"αφήνει εμβρόντητους": 3,
"άφθαρτος": 2,
"αφιερωμένο": 2,
"αφιερωμένος": 3,
"αφιέρωση": 2,
"αφοβία": 2,
"αφοσίωση": 3,
"αφρόντιστος": -2,
"αφρώδης": 3,
"αχάριστος": -3,
"αχρείος": -3,
"άχρηστος": -2,
"άψογα": 2,
"άψογος": 2,
"άψυχος": -1,
"βάζω κατά λάθος": -2,
"βαθούλωμα": -2,
"βάναυσα": -3,
"βαρβαρικός": -2,
"βάρβαρος": -2,
"βαριόμουνος": -2,
"βάρος": -2,
"βασανισμό": -4,
"βασανίστηκαν": -4,
"βασανιστήρια": -4,
"βασανιστήριο": -4,
"βασανιστικά": -1,
"βασιζόμενος": 2,
"βαφή": -3,
"βδελυρός": -3,
"βέβαιος": 2,
"βελτιώ": 2,
"βελτιωθεί": 2,
"βελτιώνει": 2,
"βελτίωση": 2,
"βία": -3,
"βίαιος": -3,
"βιαίως": -3,
"βίασαν": -4,
"βιασμός": -4,
"βιαστής": -4,
"βιασύνη": -2,
"βιδωθεί": -2,
"βιταμίνη": 1,
"βιώσιμο": 2,
"βιωσιμότητα": 1,
"βλάβη": -2,
"βλάκας": -3,
"βλακεία": -2,
"βλακώδης": -3,
"βλακωδώς": -2,
"βλάπτει": -2,
"βλάπτουν": -2,
"βλαστός": -1,
"βλοσυρός": -2,
"βόγγηξε": -2,
"βογγητό": -2,
"βογκητά": -2,
"βοηθά": 2,
"βοήθεια": 2,
"βοηθητικός": 2,
"βόμβα": -1,
"βραβεία": 3,
"βραβείο": 3,
"βραδύ βάδισμα": -2,
"βραδύς": -2,
"βρίσκονται σε μειονεκτική θέση": -2,
"βροχερός": -1,
"βρώμα": -2,
"βρωμάει": -2,
"βρωμερός": -3,
"βρωμιά": -2,
"βρωμιάρης": -2,
"βρώμικος": -2,
"βυζιά": -2,
"γάιδαρος": -4,
"γαλήνιος": 2,
"γαλούχηση": 2,
"γαμημένο αγάπες": 4,
"γαμημένο αγάπη": 4,
"γαμημένο ζεστό": 2,
"γαμημένο καλό": 4,
"γαμημένο καταπληκτικό": 4,
"γαμημένο μεγάλη": 4,
"γαμημένο όμορφη": 4,
"γαμημένο τέλεια": 4,
"γαμημένο φανταστική": 4,
"γαμημένο χαριτωμένο": 4,
"γαμημένος": -4,
"γαμώ": -4,
"γέλασε": 1,
"γέλια": 1,
"γέλιο": 1,
"γελοίος": -3,
"γεμάτος λατρείας": 3,
"γενναιόδωρα": 2,
"γενναιόδωρος": 2,
"γενναίος": 3,
"γενναιότητα": 3,
"γίγας": -2,
"γιοofaσκύλα": -5,
"γιορτάζει": 3,
"γιορτάζουμε": 3,
"γιορτάζω": 3,
"γιορτές": 3,
"γκρεμίστηκε": -2,
"γκρί": -1,
"γκρίνια": -2,
"γλυκιά": 3,
"γλυκό": 3,
"γλυκός": 2,
"γλυκύς": 2,
"γοητεία": 3,
"γοητευμένος": 3,
"γοητευτεί": 3,
"γοητευτικά": 3,
"γοητευτικός": 3,
"γοητεύω": 3,
"γραφικός": 2,
"γρίπη": -2,
"γυρολόγος": -2,
"γωνιαίος": -2,
"δάκρυα": -2,
"δαπανηρός": -2,
"δειλά": -2,
"δειλός": -2,
"δεκάρα": -2,
"δεκάρα χαριτωμένο": 3,
"δεκτός": 1,
"δεμάτια": -3,
"δεν δουλεύει": -3,
"δεν λαμβάνονται υπόψη": -2,
"Δεν μου αρέσει": -2,
"δέντρα": 2,
"δεξιός": -2,
"δέρματα": -1,
"δεσμεύεται": 1,
"δεσμευμένη": 1,
"δέσμευση": 2,
"δεσποινίδα": -2,
"δηκτικός": -3,
"δηλητήρια": -2,
"δηλητηριασμένο": -2,
"δηλητήριο": -2,
"δηλητηριώδης": -2,
"δημιουργικός": 2,
"δημοτικότητα": 3,
"δημοφιλής": 3,
"διαβόητος": -2,
"διαδεχόμενος": 3,
"διαδηλωτές": -2,
"διαιτητή": -2,
"διακαής": 1,
"διακεκριμένος": 2,
"διακινδύνευση": -2,
"διακοπές": -2,
"διακοπή": -2,
"Διακοπή λειτουργίας": -2,
"διακόπηκε": -2,
"διακρίσεις": -2,
"διάκριση": 2,
"διακωμώδηση": -2,
"διαλαλούν": -2,
"διάλεκτος": 1,
"διαμάντι": 1,
"διαμαρτυρία": -2,
"διαμαρτυρίες": -2,
"διαμαρτυρόμενοι": -2,
"διαμάχες": -2,
"διαμάχη": -2,
"διαπραγματεύομαι": -1,
"διάπραξη": 1,
"διαπράττονται": -2,
"διαπράττω": 1,
"διάπυρος": 2,
"διαρκής": 2,
"διαρρεύσει": -1,
"διαρρήκτης": -2,
"διάρρηξη": -2,
"διαρροή": -1,
"διάσημος": 3,
"διασκεδάζει": 3,
"διασκεδάζω": 3,
"διασκέδαση": 4,
"διασκεδαστικός": 2,
"διαστέλλεται": 1,
"διαστέλλω": 1,
"διαστρεβλώ": -3,
"διαστρεβλώνω": -2,
"διαστρέβλωση": -2,
"διαστροφέας": -2,
"διασώθηκε": 2,
"διασώσεις": 2,
"διάσωση": 2,
"διάσωσης": -2,
"διαταραγμένη": -2,
"διαταράσσει": -2,
"διαταράσσεται": -2,
"διαταραχές": -2,
"διαταραχή": -2,
"διαταραχή στην ανάπτυξη": -2,
"διατηρώ": 2,
"διαφαινόμενη": -1,
"διαφθείρει": -3,
"διαφθορά": -3,
"διαφορών": -2,
"διαφυγή": -1,
"διαφωνία": -2,
"διαφωνώ": -2,
"διαφωτίζω": 2,
"διαφωτιστικός": 2,
"διδάσκω τα δόγματα": -2,
"διεγείρει": 1,
"διεγείρεται": 1,
"διεγείρω": 3,
"διεγερτικός": 2,
"διεκδικητικός": -1,
"διεκδικώ": 2,
"διεστραμμένος": -2,
"διεφθαρμένος": -3,
"δικαιολογείται": 2,
"δικαιολογημένα": 2,
"δικαιολογία": -1,
"δικαιοσύνη": 2,
"δικαιώθηκε": 2,
"δικαιωματικά": 2,
"δικαιώνει": 2,
"δικαιώνοντας": 2,
"δίκη": -1,
"δίλημμα": -1,
"διστάζω": -2,
"διστάζων": -1,
"διστακτικός": -2,
"διχόνοια": -2,
"διώκει": -1,
"διώκονται": -2,
"δίωξη": -1,
"δόκιμα": 2,
"δοκιμασία": -2,
"δόλιος": -1,
"δολιότητα": -4,
"δολοφονία": -2,
"δολοφονίες": -2,
"δολοφόνος": -2,
"δόξα": 3,
"δούλος": -3,
"δράστες": -2,
"δράστης": -2,
"δριμύς": -2,
"δροσερός": 1,
"δύναμη": 2,
"Δυναμώνει": 2,
"δυνατά": 2,
"δυσανάλογη": -2,
"δυσαρέσκεια": -2,
"δυσαρεστημένος": -2,
"δυσάρεστος": -2,
"δυσεύρετος": -1,
"δυσκοιλιότητα": -2,
"δύσκολος": -1,
"δυσλειτουργία": -2,
"δυσμενής": -2,
"δυσοίωνος": 3,
"δυσπιστία": -3,
"δύσπιστος": -1,
"δυσπιστώ": -2,
"δυστυχής": -2,
"δυστυχία": -2,
"δυστυχώς": -2,
"δυσφημιστικός": -2,
"δυσφημώ": -2,
"δυσφορία": -2,
"δωρεά": 2,
"δωρεάν": 1,
"δωρίζοντας": 2,
"δώρισε": 2,
"δώρο": 2,
"δωροδόκησε": -3,
"δωροδοκία": -3,
"δωροδοκίες": -3,
"Εβίβα": 2,
"έβλαψε": -2,
"εγγύηση": 1,
"εγκάρδιος": 3,
"εγκάρσιος": -2,
"εγκαταλειμμένος": -2,
"εγκαταλείπει": -2,
"εγκαταλείπω": -2,
"εγκαταλελειμένος": -2,
"εγκεκριμένη": 2,
"έγκλημα": -3,
"εγκλήματα": -3,
"εγκληματίας": -3,
"εγκληματίες": -3,
"εγκοπή": -2,
"εγκρίθηκε": 2,
"εγκρίνει": 2,
"εγκρίνω": 2,
"έγκριση": 2,
"εγκώμιο": 3,
"έγνοιες": 2,
"εγωιστικός": -3,
"είδος": 2,
"ειδύλλιο": 2,
"ειλικρινά": 2,
"ειλικρίνεια": 2,
"ειλικρινέστερη": 2,
"ειλικρινής": 2,
"ειρήνη": 2,
"ειρηνικά": 2,
"ειρηνικός": 2,
"ειρωνεία": -1,
"ειρωνεύομαι": -2,
"ειρωνικός": -1,
"εισάγω λαθρέως": -2,
"εισβολή": -1,
"εκβιάζει": -3,
"εκβιασμό": -3,
"εκβιασμοί": -3,
"εκβιασμός": -3,
"εκδικείται": -2,
"εκδίκηση": -2,
"εκδικητές": -2,
"εκδικητής": -2,
"εκδικητική": -2,
"εκδικητικός": -2,
"εκδικούμαι": -2,
"έκθαμβος": 2,
"εκθαμβωτικός": 3,
"εκθέσει": -1,
"έκθεση": 2,
"εκθέτει": -1,
"εκθέτοντας": -1,
"εκκαθαρίζονται": 1,
"εκκαθαρίζω": 1,
"εκκενώθηκαν": -1,
"εκκενώνει": -1,
"εκκένωση": -1,
"εκκρεμής": 5,
"εκκωφαντική": -1,
"εκλεπτυσμένο": 2,
"εκμεταλλεύεται": -2,
"εκμεταλλεύομαι": -2,
"εκμηδενιστούν": -2,
"εκμοντερνίζω": 2,
"εκνευρίζω": -3,
"εκπληκτικά": 3,
"εκπληκτική": 4,
"έκπληκτος": 3,
"εκπληρώ": 2,
"εκπλήρωση": 2,
"έκρηξη": -2,
"έκρυψε": -1,
"έκσταση": 2,
"εκστατικός": 4,
"εκσυγχρονίζεται": 2,
"εκσυγχρονισμένο": 2,
"εκσυγχρονισμό": 2,
"έκτακτος": -1,
"εκτεθειμένος": -1,
"εκτείνεται": 1,
"εκτιμά": 2,
"εκτίμηση": 2,
"εκτιμώ": 2,
"εκτιμωμένος": 2,
"εκτιμώντας": 2,
"εκτροπή": -1,
"εκτροχιάζει": -2,
"εκτροχιάζω": -2,
"εκτροχιαστεί": -2,
"εκφοβίζει": -2,
"εκφοβίζω": -2,
"εκφοβισμός": -2,
"εκφοβισμού": -2,
"εκφοβιστικό": -2,
"εκφράζει τη λύπη του": -2,
"εκφράζει την ικανοποίησή του": 2,
"εκφράζοντας τη λύπη του": -2,
"ελάττωμα": -2,
"ελαττώματα": -3,
"ελαττωματική": -3,
"ελαττωματικός": -3,
"ελαφρός": 2,
"ελαφρυντικό": 2,
"ελεεινή εργασία": -2,
"ελεήμων": 3,
"έλεος": 2,
"ελευθερία": 2,
"ελευθερίες": 2,
"ελκυστικά": 2,
"ελκυστικό": 2,
"ελκυστικός": 2,
"ελκυστικότητα": 2,
"έλλειμμα": -2,
"ελλείψεις": -2,
"έλλειψη": -2,
"έλλειψη σεβασμού": -2,
"έλξη": 2,
"ελπίδα": 2,
"ελπίδες": 2,
"ελπιδοφόρος": 2,
"ελπίζοντας": 2,
"ελπίζουμε": 2,
"εμβρόντητος": -2,
"εμετό": -3,
"εμετός": -3,
"εμετών": -3,
"έμμονως": 2,
"έμπιστος": 2,
"εμπιστοσύνη": 2,
"εμπλέκεται": 1,
"εμπνέει": 3,
"έμπνευση": 2,
"εμπνευσμένος": 2,
"εμπνευστικός": 2,
"εμπνέω": 2,
"εμπόδια": -2,
"εμποδίζω": -2,
"εμπόδιο": -2,
"εμπόδισε": -1,
"εμφανίσιμος": 3,
"εμφράγματος": -2,
"εμφράκτης": -2,
"εναγκαλισμός": 1,
"ενάγω": -2,
"ενάρετος": 2,
"ενδεδυμένος": -2,
"ενδεής": -2,
"ενδιαφερόμενος": 2,
"ενδιαφέρον": 1,
"ενδιαφέρων": 2,
"ένδοξος": 2,
"ενδύω": -1,
"ενεδρεύω": -1,
"ενεργητικός": 2,
"ενεργός": 1,
"ενθάρρυνε": 2,
"Ενθαρρύνει": 2,
"ενθάρρυνση": 2,
"ενθαρρυντικά": 2,
"ενθαρρύνω": 2,
"ενθουσιασμένος": 5,
"ενθουσιασμός": 3,
"ενθουσιώδης": 3,
"ενισχύει": 1,
"ενισχυθεί": 2,
"ενίσχυσε": 1,
"ενίσχυση της": 1,
"ενισχύω": 2,
"ενοποιημένη": 1,
"ενοχή": -3,
"ενοχλεί": -2,
"ενοχλημένος": -2,
"ενόχλησε": -2,
"ενόχληση": -2,
"ενόχλησή": -2,
"ενοχλητικός": -2,
"ενοχλώ": -2,
"ένοχος": -3,
"ενστερνίζομαι": 1,
"ένταση": -1,
"έντονος": 1,
"έντρομος": -2,
"εντυπωσιάζει": 3,
"εντυπωσιάζω": 3,
"εντυπωσιακό": 3,
"εντυπωσιασμένος": 3,
"ενωμένος": 1,
"εξαγοράζονται": 2,
"εξαγριώ": -2,
"εξαγριώνει": -2,
"εξαγρίωσε": -2,
"εξαιρετική": 3,
"εξαιρούνται": -2,
"εξαιρώ": -1,
"έξαλλος": -2,
"εξαναγκάζονται": -2,
"εξαναγκασμός": -2,
"εξάνθημα": -2,
"εξαντλημένος": -2,
"εξαπατά": -3,
"εξαπατηθούμε": -2,
"εξαπατηθούν": -2,
"εξαπατημένοι": -3,
"εξαπάτησε": -3,
"εξαπάτηση": -3,
"εξαπατώ": -3,
"εξαργύρωση": -2,
"έξαρση": 3,
"εξασφαλίζοντας": 1,
"εξασφαλίζω": 1,
"εξασφάλισε": 2,
"εξαφανίζεται": -1,
"εξαφανίζομαι": -1,
"εξαφανίστηκε": -1,
"εξερευνήσεις": 1,
"εξερεύνηση": 1,
"εξευγενίζει": 1,
"εξευγενισμένος": 1,
"εξέφρασε την ικανοποίησή του": 2,
"εξήρε": 3,
"εξοργίζει": -2,
"εξοργίζοντας": -2,
"εξοργίζω": -2,
"εξόργισε": -2,
"εξοργισμένοι": -2,
"εξοργιστική": -2,
"εξοργιστικό": -2,
"εξορίζω": -1,
"εξοστρακίζει": -2,
"εξοστρακίζω": -2,
"εξοστρακιστεί": -2,
"εξουσία": 1,
"εξουσιοδοτώ": 2,
"έξοχος": 3,
"εξτρεμιστές": -2,
"εξτρεμιστής": -2,
"εξύμνηση": 3,
"εξυπνάδα": 2,
"έξυπνος": 2,
"εξυπνότερα": 2,
"έξω φρενών": -2,
"εξωγκωμένος": -2,
"έξωση": -1,
"εξωφρενικός": -3,
"εορτασμός": 3,
"εορταστικός": 2,
"έπαινος": 3,
"επαίσχυντος": -2,
"επαναλήψιμα": -2,
"επανάσταση": -2,
"επαναστάτης": -2,
"επαναφέρω": 1,
"επαρκής": 1,
"επέδρασε αρνητικά": -1,
"επέζησε": 2,
"επείγον": -2,
"επείγων": -1,
"επέκρινε": -2,
"επεκτείνω": 1,
"έπεσε": -1,
"επευφημίες": 2,
"επευφημούσαν": 2,
"επευφημώ": 2,
"επηρεάζονται": -1,
"επιβάλλει": -1,
"επιβάλλονται": -1,
"επιβάλλω": -1,
"επιβαρύνονται": -2,
"επιβαρύνσεις": -2,
"επιβάρυνση": -2,
"επιβαρυντικές": -2,
"επιβλαβής": -2,
"επίβλεψη": -1,
"επιβλητικός": -1,
"επιβράβευση": 2,
"επιβραδύνω": -2,
"επιδεινούμενη": -2,
"επιδείνω": -2,
"επιδεινώθηκε": -2,
"επιδεινώνει": -2,
"επιδεινώνεται": -2,
"επιδεινώνοντας": -2,
"επιδείνωση": -3,
"επίδειξη": -1,
"επιδέξια": 2,
"επιεικής": 1,
"επιζών": 2,
"επιθέσεις": -1,
"επίθεση": -1,
"επιθετικά": -2,
"επιθετικός": -2,
"επιθετικότητα": -2,
"επιθυμητή": 2,
"επιθυμητος": 2,
"επιθυμία": 1,
"επιθυμών": 2,
"επικεντρώθηκε": 2,
"επικερδής": 3,
"επικίνδυνα": -2,
"επικίνδυνος": -2,
"επικρίνει": -2,
"επικρίνοντας": -2,
"επικυρωμένη": 1,
"επικυρώνει": 1,
"επικυρώνω": 1,
"επικύρωση": 1,
"επιλύει": 2,
"επιλύονται": 2,
"επίλυση": 2,
"επιπλήξεις": -2,
"επίπληξη": -2,
"επιπλήττει": -3,
"επιπόλαιος": -2,
"επιπτώσεις": -2,
"επίπτωση": -2,
"επίσημος": -1,
"επισφαλής": -2,
"επιτακτικός": -1,
"επιτέθηκαν": -1,
"επιτεύγματα": 2,
"επιτευχθεί": 1,
"επιτήδειος": 2,
"επιτραχήλιο": -2,
"επιτρέπω": 1,
"επιτυγχάνει": 3,
"επιτύχει": 3,
"επιτυχημένος": 3,
"επιτυχής": 4,
"επιτυχία": 2,
"επιτυχώς": 3,
"επίφοβη": -2,
"επιχειρηματικός": 1,
"επιχορηγήσεις": 1,
"επώδυνος": -2,
"επωφελήθηκε": 2,
"επωφελής": 2,
"επωφελούνται": 2,
"επωφελώς": 2,
"εργαζόμενος παρασκηνιακώς": -2,
"ερεθίζει": -3,
"ερεθίζω": -2,
"ερεθισμένος": 3,
"ερεθιστικό": -3,
"ερείπια": -2,
"έρημος": -2,
"ερημώνω": -2,
"ερωτική τρέλλα": 2,
"έσπασε": -1,
"εστίες": -2,
"έσυραν": -1,
"εσφαλμένα": -2,
"εσφαλμένη συμπεριφορά": -2,
"εσφαλμένος": -2,
"εσφαλμένων αναφορών": -2,
"έτοιμα": -1,
"έτοιμη": -2,
"έτοιμος": 1,
"ετυμηγορία": -1,
"ετυμηγορίες": -1,
"ευαίσθητος": 2,
"ευάλωτα": -2,
"ευγένεια": 2,
"ευγενέστερη": 2,
"ευγενής": 2,
"ευγενικός": 2,
"ευγνώμων": 3,
"ευδαιμονία": 3,
"ευεξία": 2,
"ευεργέτες": 2,
"ευεργέτης": 2,
"ευημερία": 3,
"ευθεία": 1,
"εύθυμος": 3,
"ευθύνη": 1,
"ευκαιρία": 2,
"ευκαιρίες": 2,
"ευκολία": 2,
"εύκολος": 1,
"ευλάβεια": 2,
"ευλαβής": 2,
"ευλογεί": 2,
"ευλογημένος": 3,
"ευλογία": 3,
"ευλογίες": 3,
"ευλογώ": 2,
"ευνοείται": 2,
"εύνοια": 2,
"εύνοιες": 2,
"ευνοϊκά": 2,
"ευνοϊκός": 2,
"ευνοούμενος": 2,
"ευπιστία": -2,
"εύπιστος": -2,
"ευρύχωρος": 1,
"εύρωστος": 2,
"ευτυχία": 3,
"ευτυχισμένος": 3,
"ευτυχώς": 3,
"ευφάνταστος": 2,
"ευφορία": 4,
"εύφορος": 2,
"ευφυής": 1,
"ευχαριστημένος": 3,
"ευχαρίστηση": 3,
"ευχάριστος": 3,
"ευχαριστώ": 2,
"ευχές": 1,
"έχασε": -2,
"έχθρα": -2,
"εχθρικός": -2,
"εχθρός": -2,
"εχθρούς": -2,
"ζαλισμένος": -1,
"ζεστασιά": 2,
"ζεστός": 1,
"ζηλεύει": -1,
"ζηλεύουν": -1,
"ζηλεύω": -1,
"ζήλια": -2,
"ζηλιάρης": -2,
"ζηλωτές": -2,
"ζηλωτής": -2,
"ζήτησε συγγνώμη": -1,
"ζήτηση": -1,
"Ζήτω": 5,
"ζοφερός": -2,
"ζωηρά": 2,
"ζωηρός": 3,
"ζωντανός": 1,
"ζωτικότητα": 3,
"η βία που σχετίζεται με": -3,
"ηγεσία": 1,
"ηθικά": 2,
"ηθικό": -2,
"ηλίθιος": -2,
"ηλιθιότητα": -3,
"ηρεμεί": 2,
"ηρέμησε": 2,
"ηρεμία": 2,
"ήρωας": 2,
"ήρωες": 2,
"ηρωϊκός": 3,
"ήσυχος": -2,
"ήττα": -2,
"ηττημένος": -3,
"θαμπώνω": -2,
"θανάσιμα": -3,
"θανατηφόρος": -2,
"θάνατοι": -2,
"θάνατος": -2,
"θανάτων": -3,
"θαρραλέα": 2,
"θαρραλέος": 2,
"θάρρος": 2,
"θαύμα": 4,
"θαύμαζα": 3,
"θαυμάζει": 3,
"θαυμάζοντας": 3,
"θαυμάζω": 3,
"θαυμάσια": 4,
"θαυμάσιος": 4,
"θαύματα": 3,
"θελγήτρα": 2,
"θέλγω": 3,
"θέλω": 1,
"θέματα": 1,
"θεοπάλαβος": -3,
"θεός": 1,
"θερμός": 2,
"θερμότητα": 2,
"θετικός": 2,
"θετικώς": 2,
"θέτω στην κίνησιν": 1,
"θηριωδία": -3,
"θησαυρός": 2,
"θησαυρούς": 2,
"θλιβερός": -2,
"θλιμμένος": -2,
"θλίψη": -2,
"θνησιμότητα": -2,
"θολός": -1,
"θόρυβος": -3,
"θορυβώδης": -1,
"θρασύς": 3,
"θρηνεί": -2,
"θρήνησε": -2,
"θρηνούν": -2,
"θρηνώ": -2,
"θριαμβευτικός": 4,
"θρίαμβος": 4,
"θύμα": -3,
"θύματα": -3,
"θυματοποιητική": -3,
"θυμάτων": -3,
"θυμίαζε": -2,
"θυμίαμα": -2,
"θυμός": -3,
"θυμωμένος": -3,
"θυσιάζω": -3,
"ιδιοτέλεια": -3,
"ιδιότητες": 2,
"Ιησούς": 1,
"ικανοποιημένοι": 2,
"ικανοποιημένος": -2,
"ικανοποίηση": 2,
"ικανός": 2,
"ικανότητα": 2,
"ικανότητες": 2,
"ίντριγκες": 1,
"ισορροπημένη": 1,
"ισχυρισμοί": -2,
"ισχυρισμός": -2,
"ισχυρός": 2,
"ισχυρότερη": 2,
"καθαρίζει": 1,
"καθαριστής": 2,
"καθάρματα": -5,
"καθαρός": 2,
"καθαρότερες": 1,
"καθέτους": -2,
"καθηλωτική": 3,
"καθησυχάζει": 2,
"καθησυχάζω": 1,
"καθησύχασε": 1,
"καθησυχαστικός": 2,
"καθιερωμένη": 2,
"καθίκι": -4,
"καθυστερημένος": -2,
"καθυστέρηση": -1,
"καθυστερώ": -2,
"καινοτομεί": 1,
"καινοτόμες": 2,
"καινοτομία": 1,
"κακή εκτίμηση": -3,
"κακή πληροφορία": -2,
"κακή συμπεριφορά": -2,
"κακή χρήση": -2,
"κακία": -3,
"κακό": -1,
"κακόκεφος": -1,
"κακομαθημένος": -2,
"κακοποίηση": -2,
"κακός": -2,
"κακοτυχία": -2,
"κακότυχος": -2,
"κακούργημα": -3,
"κακουργήματα": -3,
"κακώς": -3,
"καλά": 3,
"καλά αναλογίες": 2,
"καλά αναπτυγμένη": 2,
"καλά εστιασμένη": 2,
"καλά υπερασπίστηκε": 3,
"Καλημέρα": 1,
"καλλιεργεί": 2,
"καλλωπίζω": 3,
"καλμάρω": 3,
"καλό πράγμα": 3,
"καλοκάγαθος": 3,
"καλόκαρδη": 2,
"καλόκαρδος": 3,
"καλοπεριποιημένος": 2,
"καλοσύνη": 3,
"καλούπι": -3,
"καλύτερα": 3,
"καλύτερος": 3,
"καλώ": 1,
"καλωσόρισμα": 2,
"καμαρωτός": 2,
"καμία διασκέδαση": -3,
"κάνω εμετό": -3,
"κάνω έρωτα": 3,
"κάνω παράπονα": -3,
"καπηλεία": -2,
"κάποιου είδους": 0,
"καραδοκεί": -1,
"καριόλη": -5,
"Καρκίνος": -1,
"καρτερικός": -1,
"καρύδια": -3,
"κατά λάθος": -2,
"καταγγελία": -2,
"καταγγέλλει": -2,
"καταγγέλω": -2,
"καταδικάζει": -2,
"καταδικάζω": -2,
"καταδίκασε": -2,
"καταδικασμένος": -2,
"καταδικαστεί": -2,
"καταδικάστηκε": -2,
"καταδίκη": -2,
"καταδιώκω": -1,
"καταδολίευση": -3,
"καταθλιπτικό": -2,
"καταθλιπτικός": -2,
"κατακραυγή": -2,
"Κατακρίνει": -3,
"κατάλληλα": 2,
"κατάλληλο": 2,
"κατάλληλος": 2,
"καταλληλότητα": 1,
"κατανόηση": 2,
"καταπατώ": -2,
"καταπιέσεις": -2,
"καταπίεση": -2,
"καταπιεσμένοι": -2,
"καταπληκτικός": 4,
"καταπλήσσει": 2,
"καταπλήσσω": 3,
"καταπνιγεί": -1,
"κατάρα": -1,
"καταραμένο": -3,
"καταραμένος": -4,
"καταρρεύσεις": -2,
"κατάρρευση": -2,
"καταστράφηκε από": -3,
"καταστρεπτικός": -3,
"καταστρέφει": -3,
"καταστρέφοντας": -2,
"καταστρέφω": -3,
"καταστροφές": -2,
"καταστροφή": -2,
"καταστροφικά": -2,
"καταστροφικός": -4,
"κατασχέσεις": -2,
"κατάσχεση": -2,
"κατατρύχει": 1,
"καταχθόνιος": -2,
"καταχρήσεις": -2,
"κατάχρηση": -2,
"καταχρηστικώς": -2,
"κατέρρευσε": -2,
"κατεστραμμένη": -2,
"κατεστραμμένο": -3,
"κατευνασμού": 2,
"κατευναστεί": 2,
"κατευναστικό": 2,
"κατηγορεί": -2,
"κατηγόρησε": -2,
"κατηγορητήρια": -3,
"κατηγορία": -2,
"κατηγορίες": -2,
"κατηγορούμενος": -2,
"κατηγορώ": -2,
"κατηγορώντας": -2,
"κατήφεια": -1,
"κατηφής": -2,
"κατηχηθεί": -2,
"κατήχηση": -2,
"κατοίκους από": 2,
"κατορθωτός": 1,
"κατοχυρώνει": 2,
"κατρακυλώντας": -1,
"Κάτω πλευρά": -2,
"κατώτερος": -2,
"καύση": -2,
"καυστικός": 2,
"κενότητα": -1,
"κέντρισε": -2,
"κένωση": -1,
"κέρδη": 2,
"κερδίζει": 2,
"Κέρδισε": 3,
"κέρδος": 2,
"κερδοσκοπικός": -2,
"κεφάλαιο": 2,
"κέφι": 3,
"κηδεία": -1,
"κηδείες": -1,
"κηλίδα": -2,
"κινδυνολόγοι": -2,
"κίνδυνος": -2,
"κινδύνων": -2,
"κίνητρα": 2,
"κίνητρο": 1,
"κλαίω": -2,
"κλαίων": -2,
"κλαπεί": -2,
"κλαυθμός": -2,
"κλέβω": -2,
"κλείδωμα": -1,
"κλεψίματα": -2,
"κλήτευση": -2,
"κλοπή": -2,
"κνησμώδης": -2,
"κοίλος": -1,
"κοινόχρηστο": 1,
"κόκορας": -5,
"κόλαση": -4,
"κολλήσει": -2,
"κόμικς": 1,
"κομπάζει": -3,
"κομπάζω": -3,
"κομπαστής": -3,
"κομπαστικός": -2,
"κομψά": 2,
"κομψός": 2,
"κόπανος": -3,
"κοπιαστικός": -2,
"κοροϊδεύω": -2,
"κοροϊδία": -2,
"κορυφή": 2,
"κόσμημα": 3,
"κοσμήματα": 1,
"κούραση": -2,
"κουρασμένοι": -2,
"κουρασμένος": -2,
"κουτάλα": 3,
"κουτός": -2,
"κουτσός": -2,
"κράμπα": -1,
"κράτηση στη φυλακή": -2,
"κρατούμενος": -2,
"κρατουμένων": -2,
"κραυγαλέος": -1,
"κραυγές": -2,
"κραυγή": -1,
"κράχτης": -2,
"κρίμα": -2,
"κρίση": -3,
"κριτικάρω": -2,
"κριτική": -2,
"κριτικός": -2,
"κριτικούς": -2,
"κρύβω": -1,
"κτηνώδης": -3,
"κτητικός": -2,
"κυνικός": -2,
"κυνισμός": -2,
"κύριος": 2,
"κυρώθηκε": 2,
"κώλος": -4,
"κωλυσιεργώ": -2,
"κωμικός": 2,
"κωμωδία": 1,
"λάγνος": 3,
"λάθη": -2,
"λάθος": -2,
"λαθραία": -2,
"λαθραίος": -2,
"λαθρεμπόριο": -2,
"λαμπρός": 4,
"λαμπρότητα": 3,
"λάμπω": 3,
"λάμψη": 1,
"λανθασμένα": -2,
"λανθασμένος": -2,
"λασπωμένος": -2,
"λατρεία": 3,
"λάτρευαν": 3,
"λάτρευε": 3,
"λατρεύει": 3,
"λατρεύοντας": 2,
"λατρευτός": 3,
"λατρεύω": 3,
"λαχτάρα": 1,
"λεηλασία": -2,
"λείος": 2,
"ληθαργικός": -2,
"λήθαργος": -2,
"ληξιπρόθεσμος": -1,
"λησμονήσιμο": -1,
"ληστεύω": -2,
"ληστής": -2,
"λιακάδα": 2,
"λιγότεροι": -2,
"λιμοκτονεί": -2,
"λιμοκτονώ": -2,
"λογοκρίνονται": -2,
"λογοκριτές": -2,
"λογοκριτής": -2,
"λοιμώξεις": -2,
"λομπίστες": -2,
"λυθεί": 1,
"λύνει": 1,
"λύπη": -2,
"λυπήθηκε": -1,
"λυπημένος": -2,
"λυπημένος κατάκαρδα": -3,
"λυπηρός": -2,
"λύσει": 1,
"λύσεις": 1,
"λύση": 1,
"Λυσσασμένους": -2,
"λύτης": -2,
"μαγεμένο": 2,
"μαγευτική": 3,
"μαγευτικό": 3,
"μακάβριος": -2,
"μακαρίτης": -2,
"μαλάκα": -4,
"μαλάκας": -3,
"μαλάκες": -4,
"μαλακίες": -4,
"μαλωμένοι": -3,
"μαλώνω": -2,
"μανιώδης": -1,
"μαστίζει": -3,
"μαστίζεται": -3,
"μαστίζω": -2,
"μάταιος": -2,
"ματαιότητα": -2,
"ματαιώ": -2,
"ματαιώθηκε": -1,
"ματαιώνει": -1,
"ματαίωση": -1,
"μαχαιριά": -2,
"μαχαιριές": -2,
"μαχαιρωμένος": -2,
"μάχες": -1,
"μάχεται": -2,
"μάχη": -1,
"μαχητικός": -2,
"μαχόταν": -1,
"με επιρροή": 2,
"με καμάρι": 2,
"με λατρεία": 3,
"με σιγουριά": 2,
"με τίτλο": 1,
"με χρονική υστέρηση": -2,
"μέγαιρα": -4,
"μεγαλειώδης": 3,
"μεγαλοπρεπής": 3,
"μεγάλος": 1,
"μεγαλύτερη": 3,
"μεθοδικά": 2,
"μεθοδικός": 2,
"μεθυσμένος": -2,
"μειονέκτημα": -2,
"μελαγχολία": -2,
"μελαγχολικός": -2,
"μελαγχολώ": -1,
"μερίδια": 1,
"μερίδιο": 1,
"μεροληπτικός": -2,
"μεσολάβηση": -1,
"μετάδοση": -2,
"μεταδοτικός": -1,
"μετάλλιο": 3,
"μεταμέλεια": -2,
"μεταμφιέσεις": -1,
"μεταμφίεση": -1,
"μεταμφιεσμένοι": -1,
"μετανιώνω": -2,
"μετατραυματικό": -2,
"μετριότητα": -3,
"μη εγκεκριμένη": -2,
"μη εκτιμωμένος": -2,
"μη εμπνευσθείς": -2,
"μη επιστημονικός": -2,
"Μη τήρηση": -2,
"μηνύει": -2,
"μήνυσε": -2,
"μια φορά στη ζωή": 3,
"μίζερη": -3,
"μιζέρια": -2,
"μίζες": -3,
"μισείτο": -3,
"μίση": -3,
"μισητής": -3,
"μισητός": -3,
"μίσθωσης": -2,
"μισοψημένα": -2,
"μισώ": -3,
"μισώντας": -3,
"μνησίκακος": -2,
"μοίρα": -2,
"μοιραίο": -3,
"μοιραίος": -3,
"μολύνει": -2,
"μολυνθεί": -2,
"μολύνοντας": -2,
"μολύνουν": -2,
"μολύνσεις": -2,
"μόλυνση": -2,
"μολύνω": -2,
"μολυσματικό": -2,
"μολυσματικός": -2,
"μολυσμένα": -2,
"μολυσμένο": -2,
"μοναχικός": -2,
"μονοπωλεί": -2,
"μονοπωλείται": -2,
"μονοπωλήσεως": -2,
"μονοπωλώ": -2,
"μόνος": -2,
"μονότονη ομιλία": -1,
"μόνωση": -2,
"μουδιασμένος": -1,
"μουνί": -5,
"μούτρα": -2,
"μοχθηρός": -2,
"μπάσταρδος": -5,
"μπέρδεμα": -2,
"μπερδεμένος": -2,
"μπερδεύω": -2,
"μπλα": -2,
"μπλοκ": -1,
"μπλοκαριστεί": -1,
"μποϊκοτάζ": -2,
"μποϊκόταραν": -2,
"μποϊκοτάρουν": -2,
"μπορούν να \"t σταθεί": -3,
"μποϋκοτάζ": -2,
"μυθιστόρημα": 2,
"μύθος": -1,
"Μυστηριώδης": -2,
"μυωπία": -2,
"μύωπικός": -2,
"ναι": 1,
"Ναί": 1,
"ναρκισσισμός": -2,
"ναυάγιο": -2,
"ναυαγοσώστη": 4,
"ναυαρχίδα": 2,
"νεανικός": 2,
"νεκρός": -3,
"νεύρα": -1,
"νευριάσει": -4,
"νευρικά": -2,
"νευρική υπερένταση": -2,
"νευρικός": -1,
"νέφος": -2,
"νεωτερίζω": 1,
"νηπιακός": -2,
"νίκες": 4,
"νίκη": 4,
"νίκησε": -2,
"νικητές": 3,
"νικητής": 4,
"νοθεύει": -2,
"νοθεύω": -3,
"νόθος": -3,
"νομικός": 1,
"νόμιμα": 1,
"νόμιμος": 2,
"νομιμότητα": 2,
"νοσταλγία για το σπίτι": -2,
"νόστιμα": 3,
"νόστιμο": 3,
"νουθετώ": -2,
"νταής": -2,
"Ντάουνερ": -2,
"ντους": -3,
"ντροπαλός": -1,
"ντροπή": -2,
"ντροπιασμένοι": -2,
"ντροπιασμένος": -2,
"ξεγέλασε": -2,
"ξεθυμώνω": 2,
"ξεκίνησε": 1,
"ξεκουραστικός": 2,
"ξεμπερδεύω": 1,
"ξεπέρασαν": -2,
"ξεπερνώ": 2,
"ξεπεσμένος": -2,
"ξεπρόβαλε": -1,
"ξεπροβοδίζω": -2,
"ξετρελαμένος": 2,
"ξέχασα": -1,
"ξεχασιάρης": -2,
"ξεχασμένος": -1,
"ξεχνάμε": -1,
"ξεχωρίζω": -2,
"Ο νυν": 1,
"όγκος": -2,
"οδυνηρή": -2,
"οδυνηρός": -2,
"οικειότητα": 2,
"οικισμοί": 1,
"οικονομίες": 1,
"ολίσθημα": -1,
"ολοκληρώσει": 2,
"ολοκληρωτικός": -2,
"ολοκληρωτισμός": -2,
"ομολογώ": -1,
"όμορφα": 3,
"όμορφη": 3,
"ομορφιά": 3,
"ομορφιές": 3,
"όμορφος": 3,
"όνειρα": 1,
"όνειρο": 1,
"ονειροπόλος": 3,
"οξυδερκής": -2,
"οξύμωρο": -1,
"οξύς": 1,
"οπή": -2,
"οπίσθιος": -2,
"οπισθογράφηση": 2,
"όπλο": -1,
"όραμα": 1,
"οράματα": 1,
"οραματισμού": 1,
"οργή": -2,
"οργίλος": -2,
"οργισμένος": -3,
"ορθός": 1,
"όρια": -1,
"ορκίζεται": -2,
"ορκίζομαι": -2,
"ορκωμοσία": -2,
"ορόσημο": 2,
"Ουάου": 4,
"ουλές": -2,
"ουλή": -2,
"ουπς": -2,
"ουράνιος": 4,
"ουρανός": 2,
"ούρλιαζε": -2,
"Ουρολαγνεία": -3,
"ουρώ": -4,
"ουσιαστικά": 1,
"ουσιώδης": 1,
"οφέλη": 2,
"όφελος": 2,
"όχι": -1,
"όχι αυθεντικός": -2,
"ΟΧΙ καλα": -2,
"παγίδα": -1,
"παγίδες": -1,
"παγιδευτεί": -2,
"παζάρι": 2,
"παθητικά": -1,
"παθητικός": -1,
"παθιασμένος": 2,
"πάθος": 1,
"παιδαριώδης": -2,
"παιχνιδιάρικος": 2,
"παλαβός": 2,
"παλέψει": -2,
"πάλη": -1,
"πανεμορφη": 3,
"πανέμορφος": 3,
"πανικοβλήθηκαν": -3,
"πανικός": -2,
"πανικούς": -3,
"πανούκλα": -3,
"πανταχού παρών": 2,
"πανωλεθρία": -2,
"παράβαση": -2,
"παραβάτη": -2,
"παραβάτης": -2,
"παραβατική": -2,
"παραβιάζει": -2,
"παραβιάζονται": -2,
"παραβιάζοντας": -2,
"παραβιάζω": -2,
"παραβιάσεις": -2,
"παραβίαση": -2,
"παραβιαστεί": -2,
"παραβλέπεται": -1,
"παράδεισος": 3,
"παράδεκτος": -1,
"παραδέχεται": -1,
"παράδοξο": -1,
"παραδοξώς": -1,
"παραιτηθεί": -1,
"παραιτούμαι": -1,
"παρακάμπτουμε": -2,
"παράλογο": -1,
"παράλογος": -2,
"παραμέληση": -2,
"παραμορφωμένος": -2,
"παραμορφώσεις": -2,
"παραμόρφωση": -2,
"παρανοεί": -2,
"παράνοια": -2,
"παράνομα": -3,
"παράνομος": -3,
"παράξενος": -1,
"παραπλανά": -3,
"παραπλανώ": -3,
"παραπληροφόρησε": -2,
"παραποιεί": -2,
"παραποιώντας": -2,
"παράπονα": -2,
"παραπονέθηκε": -2,
"παραπονιέται": -2,
"παραπονούμαι": -2,
"παραπτώματα": -2,
"παραπτωμάτων": -2,
"παρασυρθεί": -1,
"παράτολμος": 2,
"παραφορτώνω": -1,
"παραφροσύνη": -3,
"παράφρων": -2,
"παρεκτρέπομαι": -2,
"παρεμποδίζει": -2,
"παρεμποδίζεται": -2,
"παρεμπόδιση": -2,
"παρενέργεια": -2,
"παρενέργειες": -2,
"παρενοχλεί": -3,
"παρενόχληση": -3,
"παρενοχλούνται": -3,
"παρενοχλώντας": -3,
"παρεξηγημένος": -2,
"παρεξήγηση": -2,
"παρεξηγώ": -2,
"παρερμηνευθεί": -2,
"παρήγορο": 2,
"παρουσιάζονται διαφορετικά": -2,
"παρωδία": -2,
"πάσχοντες": -2,
"πάσχων εκ φοβίας": -2,
"πεζός": -2,
"πεθαίνουν από την πείνα": -2,
"πέθανε": -3,
"πείθει": 1,
"πείθω": 1,
"πείνα": -2,
"πείραγμα": -2,
"πεισματάρης": -2,
"πελιδνός": -2,
"πένθιμος": -2,
"πένθος": -2,
"πένθους": -2,
"πεντακάθαρος": 2,
"πεπεισμένος": 1,
"περιβεβλημένος": 1,
"περιέκοψε": -2,
"περιεκτικός": 2,
"Περίεργο": -2,
"περίεργος": 2,
"περικοπές": -1,
"περίλυπος": -2,
"περιμένει": -1,
"περιορίζει": -2,
"περιορίζοντας": -2,
"περιορίζω": -2,
"περιορισμένες": -2,
"περιορισμένος": -2,
"περιορισμός": -1,
"περιοριστικός": -1,
"περιπέτεια": 2,
"περιπέτειες": 2,
"περιπλέκοντας": -2,
"περίπου": 0,
"περισπασμός": -2,
"περιττός": -2,
"περίφημος": 2,
"περιφρόνηση": -2,
"περιφρονητικά": -2,
"περιφρονητικός": -2,
"περιφρονώ": -2,
"περιχαρής": 4,
"περιωρισμένος": -1,
"πεσμένα": -2,
"πεσμένος": -2,
"πέτυχε": 3,
"πιάσιμο": 2,
"πιέζονται": -2,
"πίεσε": -2,
"πίεση": -1,
"πιθανότητες": 2,
"πικάρω": -2,
"πικρά": -2,
"πικραμένος": -2,
"πικρία": -2,
"πικρός": -2,
"πιο βρώμικα": -2,
"πιο βρώμικο": -2,
"πιο έξυπνο": 2,
"πιο ευτυχισμένες": 3,
"πιο τρελά": -2,
"πιο τρελός": -2,
"πίστη": 1,
"πιστός": 3,
"πλαστός": -3,
"πλάτες": 1,
"πλεονέκτημα": 2,
"πληγές": -3,
"πληγή": -1,
"πληγώνει": -2,
"πληγώνω": -2,
"πληθωρικός": 4,
"πληροί": 2,
"πληρούνται": 2,
"πληρωμή": -1,
"πλούσιος": 2,
"πλουσιότεροι": 2,
"πλουσίως": 2,
"πλούτος": 3,
"πλύση εγκεφάλου": -3,
"πνεύμα": 1,
"πνίγει": -2,
"πνίγηκε": -2,
"πνιγμένος": -2,
"πνιγμού": -2,
"πνίγω": -2,
"ποινές": -2,
"ποινή": -2,
"ποιότητα": 2,
"πόλεμος": -2,
"πολύ καλό": 4,
"πολύ χαρούμενος": 3,
"πολύπλοκος": 2,
"πολυτέλεια": 2,
"πονάει": -2,
"πονηριά": 2,
"πονοκέφαλο": -2,
"πόνος": -2,
"πόρνη": -4,
"ποταπός": -2,
"που αποκτήθηκε": 2,
"που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ": -2,
"που επιθυμούν": 1,
"που κόβει την ανάσα": 5,
"πούστης": -3,
"πούτσος": -5,
"πρασινίζουν": -3,
"πράσινο πλύσιμο": -3,
"πραϋντικός": 3,
"πρησμένος": -1,
"προάγω": 1,
"πρόβλεψη": 1,
"πρόβλημα": -2,
"προβλήματα": -2,
"προβληματισμός": -1,
"προδίδει": -3,
"προδίδω": -3,
"προδοσία": -3,
"προδοτικός": -3,
"πρόδωσε": -3,
"προειδοποιεί": -2,
"προειδοποίησε": -2,
"προειδοποιήσεις": -3,
"προειδοποίηση": -3,
"προειδοποιώ": -2,
"προεξοφλημένων": -1,
"προεξοχή": 1,
"προθυμία": 2,
"πρόθυμος": 2,
"προϊόντα απομίμησης": -3,
"προκαλεί": -2,
"προκάλεσε": -1,
"προκαλώ": -1,
"προκαλώντας": -2,
"προκατάληψη": -1,
"προκατειλημμένη": -2,
"πρόκληση": -1,
"προκλητικός": -1,
"προληπτικά": 2,
"πρόληψη": -1,
"προμηθευτός": 2,
"προνομιούχος": 2,
"πρόοδος": 2,
"προοπτικές": 1,
"προοπτική": 1,
"προπαγάνδα": -2,
"πρόσβαλε": -2,
"προσβάλλει": -2,
"προσβάλλω": -2,
"προσβεβλημένος": -2,
"προσβλητικός": -2,
"προσβολές": -2,
"προσβολή": -2,
"προσεκτικά": 2,
"προσεκτικός": 2,
"προσεκτικότητα": 2,
"προσελκύει": 1,
"προσέλκυσε": 1,
"προσέλκυση": 2,
"προσελκύω": 1,
"προσεύχεται": 1,
"προσεύχομαι": 1,
"προσεχτικός": 3,
"προσιτός": 1,
"προσμείξεις": -2,
"προσποιείται": -1,
"προσποίηση": -1,
"προσποιούμαι": -1,
"προστατεύει": 1,
"προστατεύονται": 1,
"προστατεύω": 1,
"πρόστιμα": -2,
"πρόστιμο": 2,
"προσφέρω": 2,
"προσφορά": 2,
"πρόσχαρος": 2,
"πρόταση": -2,
"προχωρημένος": 1,
"προωθεί": 1,
"προωθείται": 1,
"προώθηση": 1,
"πρωταθλητές": 2,
"πρωταθλητής": 2,
"πρώτη γραμμή": 1,
"πτοεί": -2,
"πτώμα": -1,
"πτώση": -1,
"πτώχευση": -3,
"πτωχώς": -2,
"πυρετός": -2,
"ρατσισμός": -3,
"ρατσιστές": -3,
"ρατσιστής": -3,
"ριψοκίνδυνος": -2,
"ρουφώ": -3,
"ρυπαίνει": -2,
"ρυπαίνοντες": -2,
"ρυπαίνω": -2,
"ρυπαίνων": -2,
"ρύπανση": -2,
"ρύπων": -2,
"ρωμαντικώς": 2,
"σαμποτάζ": -2,
"σάπιος": -3,
"σαρκαστικός": -2,
"σας παρακαλούμε": 1,
"σαφήνεια": 2,
"σαφώς": 1,
"σβήνω": -2,
"σβηστεί": -2,
"σε υπερένταση": -2,
"σεβασμός": 2,
"σεβαστός": 2,
"σέβη": 2,
"σεισμικές δονήσεις": -2,
"σεξιστικές": -2,
"σέρνει": -1,
"σέρνω": -1,
"σημαντικό": 2,
"σημαντικός": 2,
"σημασία": 1,
"σθένος": 3,
"σίγηση": -1,
"σικ": 2,
"σιχαίνομαι": -3,
"σιχαμάρα": -3,
"σκάνδαλα": -3,
"σκάνδαλο": -3,
"σκανδαλώδης": -3,
"σκάρτος": -3,
"σκατά": -3,
"σκατένιο": -3,
"σκάτωσε": -3,
"σκεπτικισμός": -2,
"σκεπτικιστές": -2,
"σκεπτικιστής": -2,
"σκλαβιά": -3,
"σκλάβοι": -3,
"σκληρά": -1,
"σκληραγωγημένος": 2,
"σκληρός": -3,
"σκληρότερη": -2,
"σκληρότερους": -2,
"σκληρότητα": -3,
"σκόπιμος": 2,
"σκοτάδι": -1,
"σκοτεινός": -2,
"σκοτεινότερη": -2,
"σκοτώνει": -3,
"σκοτώνω": -3,
"σκότωσε": -3,
"σκούξιμο": -2,
"σκουπίδια": -1,
"σκουπιδότοπος": -1,
"σκουριές": -2,
"σκυθρωπός": -2,
"σκύλα": -5,
"σκύλες": -5,
"σνόμπαρε": -2,
"σοβαρά": -2,
"σοβαρός": 2,
"σοκ": -2,
"σοκαρισμένος": -2,
"σούπερ": 3,
"σοφία": 1,
"σπαραξικάρδιος": -3,
"σπασμένος": -1,
"σπαταλά": -2,
"σπάταλος": -2,
"σπαταλώ": -2,
"σπαταλώνται": -2,
"σπερμοφόρος": -2,
"σπίθα": 1,
"σπουδαιότητα": 2,
"σταθερός": 2,
"στάθμευση": -1,
"σταμάτησε": -1,
"στάσεις": -1,
"στάση": -1,
"στασιμότητα": -2,
"στέκι": -1,
"στέκια": -1,
"στεναγμοί": -2,
"στεναγμός": -2,
"στενάζουν": -2,
"στενόχωρος": -2,
"στενοχωρούνται": -1,
"στενοχωρώ": -2,
"στερεοποιείται": 2,
"στερεοποιημένα": 2,
"στερεοποίηση": 2,
"στερεοποιώ": 2,
"στερεός": 2,
"στερεοτυπία": -2,
"στερεότυπος": -2,
"στέρηση": -3,
"στερώ": -2,
"στημένα": -1,
"στηρίγματα": 2,
"στο νοσοκομείο": -2,
"στο πλοίο": 1,
"στοιχειωμένος": -2,
"στολή": -2,
"στοργή": 3,
"στοργική καλοσύνη": 3,
"στοργικός": 3,
"στοργικότητα": 3,
"στραγγάλισε": -2,
"στραγγισμένο": -2,
"στρεβλώνουν": -2,
"στρες": -1,
"στρεσογόνος": -2,
"στρεσογόνους": -2,
"στρέψει": -2,
"συγγνώμη": -1,
"συγκαλύπτουν": -1,
"συγκάλυψη": -3,
"συγκατάθεση": 2,
"συγκινητικό": 3,
"συγκινητικός": -2,
"συγκλονιστικός": -2,
"συγκρούεται": -1,
"συγκρούομαι": -1,
"συγκρούονται": -1,
"συγκρούσεις": -2,
"σύγκρουση": -2,
"συγκρουσιακή": -2,
"συγνώμη": 2,
"Συγνώμη": -1,
"συγχαιρώ": 2,
"συγχαρητήρια": 2,
"Συγχαρητήρια": 2,
"συγχαρητήριο": 2,
"συγχέω": -2,
"σύγχυση": -2,
"συγχωροχάρτια": 2,
"συγχωρώ": 1,
"συλλήψεις": -2,
"σύλληψη": -2,
"συλλογισμένος": 1,
"συμβιβάζει": 2,
"συμβιβαζόμενος": 2,
"συμβιβάσει": 2,
"σύμμαχος": 2,
"Συμμετοχή": 1,
"συμπαθεί": 2,
"συμπάθεια": 2,
"συμπαιγνία": -3,
"συμπεριφέρεται απρεπώς": -2,
"συμπονετικός": 2,
"συμπόνια": 2,
"συμφέροντα": 1,
"συμφωνεί": 1,
"συμφωνία": 1,
"σύμφωνος": 1,
"συμφωνώ": 1,
"συναγερμός": -1,
"συναγωνίζεται": -3,
"συναινέσεις": 2,
"συναίσθημα": 1,
"συναρπάζει": 3,
"συναρπαστική": 3,
"συναρπαστικό": 3,
"συναρπαστικός": 3,
"συνδιαλλάττω": 2,
"συνελήφθη": -3,
"συνεπαρμένος": 3,
"σύνεση": 2,
"συνεσταλμένος": -2,
"συνθλίβει": -1,
"συνθλίβονται": -2,
"συνιστά": 2,
"συνιστά διάκριση": -2,
"συνιστάται": 2,
"συνιστώ": 2,
"συνοφρύωμα": -1,
"συντριβή": -1,
"συντριπτικός": -1,
"συνωμοσία": -3,
"συνωστισμός": -1,
"συσσωρεύω": -1,
"σφάλματα": -2,
"σφαλμένος": -2,
"σχισμένο": -2,
"σωστή κατεύθυνση": 3,
"σωστικά καθίσματα": -2,
"σωτηρία": 2,
"ταλαιπωρία": -2,
"ταλέντο": 2,
"ταξινομηθεί εσφαλμένα":